ουρόχρωμα

ουρόχρωμα
το
χρωστική τών ούρων η οποία προσδίδει στα φυσιολογικά ούρα το κίτρινο χρώμα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urochrome (< ούρα + χρώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”